Σάββατο 15 Αυγούστου 2009

Ο κύκλος που κλείνει









Σταμάτησε στο τελευταίο σκαλοπάτι πριν απ΄το πλατύσκαλο.Ο πόνος στο στήθος ήταν αφόρητος."Πάντα εδώ με πιάνει"μουρμούρισε.Έπειτα,έριξε μια ματιά στο σπίτι της."Ρήμαξες όπως κι εγώ" ,είπε βλέποντας τους φθαρμένος από την υγρασία τοίχους. Μαζί θα φύγουμε,σκέφθηκε.
Ο ήχος από τα κομπρεσέρ ακούστηκε μακριά.Έπεφταν τα παλιά σπίτια.Τα έδιναν αντιπαροχή.

Παντρεύτηκε στο νησί τον καπετάν Αντώνη στις αρχές του περασμένου αιώνα και με την προίκα της,ήρθαν στην Αθήνα,σε ένα "προάστιο" τότε κι έχτισαν το σπίτι τους.Κάτω από το βουναλάκι,μέσα στα πεύκα.Μετά ήρθαν άλλοι.Και ύστερα άλλοι...
Εκεί μέσα έκανε τις δυο κόρες της,εκεί τις πάντρεψε και έκλαψε τον γρήγορο χαμό των γαμβρών της.Που έφυγαν αφήνοντας πίσω τους τρία ορφανά.Ο πρώτος στα πέντε χρόνια,ο δεύτερος στα δέκα.Ένα παιδί ο πρώτος και ο άλλος δυο.Σε λίγο έχασε και τον άντρα της.Και ήταν τα χρόνια δύσκολα.Κατοχή και μετά,πάλι πόλεμος.

Δυο φορές μπόρεσαν να μαζέψουν λίγα χρήματα με τον καπετάν Αντώνη.Και τις δυο φορές,τα πράγματα πήγαν στραβά.Η πρώτη ήταν τότε με το παγκόσμιο "κραχ",κάπου εκεί στο ΄30.Η δεύτερη με τον πόλεμο το μεγάλο.Τους έμειναν κάτι παλιόχαρτα και στο τέλος,αφού κήδεψε γαμπρούς και άντρα,έφτασε και ο φόρος της κληρονομιάς.Το σπίτι θα έβγαινε "στο σφυρί".
Πήρε των ομματιών της η μικρή της θυγατέρα,με τα δυο ορφανά και τράβηξε στην ξενιτειά.Έστελνε χρήματα για την εφορία.Η άλλη,η μεγάλη, η "λουσού" είχε στα χέρια της το χαρτί της δασκάλας και με τη σύνταξη του σκοτωμένου άντρα της κάτι ψιλοκατάφερνε.Και τώρα αυτή στα γεράματα,αφού η ζωή την είχε σακατέψει,έπρεπε η ίδια να φροντίζει για το σπίτι.Και για τα ορφανά,που μεγάλωσαν και σπούδαζαν.
Ώσπου,αναπάντεχα,τους ήρθε το καλό μαντάτο.Ζητούσαν το σπίτι αντιπαροχή.Τους το ξέκοψε."Εγώ δεν φεύγω από εδώ μέσα",τους είπε... .

Ο θόρυβος του κομπρεσέρ δυνάμωσε.Έρχονταν πιο κοντά.Ανέβηκε με δυσκολία και το επόμενο σκαλοπάτι.
"Τι κρίμα,είπε,που δεν έχω μια φωτογραφία του σπιτιού μου τότε που τόχτισα.Από εδώ έβλεπα την Ακρόπολη,το Φάληρο,τον Πειραιά.Θέλουν τώρα να με κλείσουν στο τσιμέντο,να μη θωρώ τον ουρανό,τη ζωή μου,καθώς την έζησα με πόνους και χαρές". Κι έτσι,καθώς αντίκριζε το φαγωμένο από τα χρόνια σπίτι,της φάνηκε ότι ο χρόνος κύλησε πίσω. Όλα έγιναν φωτεινά, ολόλαμπρα καθώς τότε,που τα πρωτοείδε με τον άντρα της τον καπετάν Αντώνη,που έστεκε δίπλα της μαζί με τις κορούλες της ντυμένες στα λευκά, λες και ήταν αγγελούδια ...

Την "σαράντισαν" και μετά από λίγο,το σπίτι έπεσε.Δόθηκε αντιπαροχή και ο κύκλος έκλεισε.

2 σχόλια:

Τα σχόλια εκφράζουν τη γνώμη ή άποψη του συντάκτη τους