Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

2. Ο άθρησκος Χριστιανισμός



Στο προηγούμενο σημείωμα έγραφα για τον «χριστιανισμό, που δεν είναι θρησκεία». Ισχυρισμό τον οποίον φαίνεται ότι αποδέχονται δύο καθ’ όλα έγκυροι και κατά τεκμήριο ορθόδοξοι κληρικοί – καθηγητές Πανεπιστημίου. Έλεγα ότι ακόμη και στην περίπτωση που δεχόμαστε ότι ο Χριστιανισμός είναι Εκκλησία ή το αντίστροφο, και πάλι αυτό δεν ευσταθή διότι ούτε η «χριστιανικότητα» ούτε η «εκκλησιαστικότητα» δεν είναι έμφυτα στον άνθρωπο. Αυτά τα δύο είναι ιδιώματα, όπως θα λέγαμε, επίκτητα σε αντίθεση με την θρησκευτικότητα: Δηλαδή, η προς τον Θεόν έφεση της ψυχής, πάνω στην οποία οικοδομούνται – καλώς ή κακώς, ανεξάρτητα – το χριστιανικό και το εκκλησιαστικό φρόνημα.

Επί πλέον, αν τον Χριστιανισμό (όνομα) και την Εκκλησία (παρουσία ονόματος) τα αποσυνδέσουμε από την θρησκεία, για να αναδείξουμε προφανώς κάτι το «ξεχωριστό» ανάμεσα στις πολλές εκδοχές ή εκφράσεις του Χριστιανισμού και των λοιπών δοξασιών, τότε, νομίζω, παραβλέπουμε το γεγονός ότι και ο Χριστός, ένας άνθρωπος ήταν και αυτός μέσα σε άπειρο αριθμό ανθρώπων. Αυτό δε, ότι αρνούμαστε να δεχθούμε ως θρησκεία τον Χριστιανισμό, κατ’ ανάγκη μας οδηγεί να αφήνουμε εντελώς ελεύθερο το πεδίο, ώστε έκαστος να εικάζει περί θρησκείας ό,τι θέλει ή ό,τι τον βολεύει περισσότερο. Το ίδιο, φυσικά, μπορεί να εικάζει και για τον Χριστό, όπως έκαναν οι αιρετικοί Δοκήτες, που έλεγαν ότι ο Χριστός δεν ήταν άνθρωπος αλλά … φάντασμα (άνθρωπος κατά δόκησιν)!
                                                             
 Έτσι, λοιπόν, θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι, όταν ο Χριστιανισμός παύει να είναι θρησκεία, τότε γίνεται Δοκησισοφία και η Εκκλησία, αντί να βγάζει αγίους, γίνεται άντρο εκπορεύσεως άθεων, άθρησκων και πάντως αιρετικών «διδασκάλων». Οι οποίοι, βεβαίως, δεν αρνούνται ότι στο Πρόσωπο του σαρκωθέντος Λόγου, ενώθηκαν η θεία με την ανθρώπινη φύση. Θεωρούν όμως ανύπαρκτο και ανυπόστατο το, θείας προελεύσεως, θα έλεγα, πρόσωπο της θρησκείας, επειδή φρονούν ότι όλα τα σχέσιν έχοντα με «θρησκευτικά» και «θρησκεία» είναι ανθρώπινες επινοήσεις. Και αυτό, διότι, όπως προανέφερα, θέλουν να αναδείξουν μία ξεχωριστή θρησκεία, μία μοναδική Εκκλησία και έναν αλώβητο από αιρετικές στρεβλώσεις χριστιανισμό, που αντικαθιστά το κενό της θρησκείας με το ευφυολόγημα του «τρόπου» και της «στάσης» ζωής. Λέγουν: «Ο χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία, αλλά τρόπος ύπαρξης». Τίποτα όμως δεν προσφέρουν αυτά τα βερμπαλιστικά ρητορεύματα. Υπάρχουν τόσοι «τρόποι» ζωής και τόσες «στάσεις» όσοι άνθρωποι, που αναντίρρητα «πιστεύουν» … με τον δικό τους τρόπο.
 
Υπάρχει, λοιπόν, άλλη πρόταση για το ζητούμενο ; Μπορούμε ως θρησκεία Ορθόδοξη και Εκκλησία χριστιανική να διαφοροποιηθούμε ; Φυσικά και υπάρχει, αρκεί να το θέλουμε πραγματικά. Χωρίς υπεκφυγές θα έπρεπε, νομίζω, οι αξιότιμοι καθηγητές να μας πουν ότι οι σημερινές αντιλήψεις μας περί θρησκείας έχουν διαμορφωθεί μέσα σε ένα αιρετικό κλίμα. Γι’ αυτό και είναι αδύνατον να είναι αυτές που πρέπει. Το πρόβλημα δεν είναι η θρησκεία, αλλά η αιρετική θρησκεία, η οποία φαλκιδεύει τον χριστιανισμό και καπηλεύεται την Εκκλησία. Ούτε, βέβαια, αποτελεί πρόβλημα ότι ο χριστιανισμός είναι μια θρησκεία - βεβαίως καί εκκλησία - μέσα σε τόσες άλλες. Μέσα σε άπειρο αριθμό ανθρώπων έζησε και ο Χριστός, αυτό δε που τον διαφοροποιούσε, ήταν το όνομά του και η παρουσία του.
Στο θαύμα του δαιμονιζομένου των Γεργεσηνών, βλέπουμε ότι ο Κύριος «9 καὶ ἐπηρώτα αὐτόν· τί ὄνομά σοι; καὶ ἀπεκρίθη λέγων· λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοί ἐσμεν.» (Μκ. ε΄). Αυτό είναι, νομίζω το διαφοροποιό στοιχείο της Ορθόδοξης Θρησκείας : Ότι δεν είναι λεγεών. Όλες αυτές οι πολλές θρησκείες, οι άφθονοι χριστιανισμοί και οι πλουραλιστικές εκκλησίες, με άλλα λόγια: «Οι πολλοί εσμέν», δεν μας καλούν να δοξάζουμε τον Παντοδύναμο. Δεν γαληνεύουν την ψυχή μας. Δεν ηρεμούν τα πάθη μας. Και οπωσδήποτε, δεν γινόμαστε όλοι ένα (…).

Εκτός όμως από αυτό και επειδή οι αξιότιμοι κύριοι καθηγητές (και ποιμένες) συχνά πυκνά αναφέρονται στους Κολλυβάδες, στον Μακρυγιάννη, στον Παπαδιαμάντη και άλλους, στους οποίους ανιχνεύουμε τα αποτυπώματα της ιστορικής προέκτασης που λέγεται ρωμηοσύνη, θα ήθελα να ρωτήσω, σε τι ωφελεί αυτή η αναφορά – επίκληση των Κολλυβάδων, όταν ο περισσότερος κόσμος αγνοεί παντελώς σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η «καλογερίστικη» διένεξη ; Οι Κολλυβάδες, ο Μακρυγιάννης, ο Παπαδιαμάντης και άλλοι, αγωνίστηκαν για να μην εισβάλλουν «καινά δαιμόνια» στην θρησκεία μας. Για να μη γίνει η πίστη μας μία πίστη ανάμεσα στις πολλές. Για να μην καταντήσει άθρησκος ο Χριστιανισμός. Και κάτι ακόμη. Μήπως το έργο των Κολλυβάδων δεν το συνεχίζουν σήμερα οι «ολιγογράμματοι» εκείνοι που επιμένουν ευλαβικά να τιμούν τους αγίους του Παλαιού των ημερών; Ορθά – κοφτά, λέω για τους παλαιοημερολογίτες οι οποίοι μας διαφοροποιούν ριζικά και σαφέστατα από τον εσμό της Λεγεώνος. Αυτά περιμένει να ακούσει ο κόσμος από το στόμα των κυρίων καθηγητών και πολύ λιγότερο ή σχεδόν καθόλου, δεν ενδιαφέρεται για τον «τρόπο ύπαρξης» και για την «στάση ζωής» που μας προτείνουν οι λογής διανοούμενοι και δυστυχώς, οι κατά τεκμήριον ορθόδοξοι ιερωμένοι καθηγητές του Πανεπιστημίου.

Καί ένα σχόλιο
Σχετικά μέ τήν συζήτηση άν ο Χριστιανισμός (σ.Σ. Χριστιανοσύνη) είναι ή όχι Θρησκεία, ο αδελφός Δημήτριος Χατζηνικολάου γράφει :

«Κατά τήν ἰδικήν μου, θεολογικῶς πτωχήν, γνώμην, ἐν καιρῷ διωγμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς ἀνατροπῆς τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως ὑπό τῶν ἰδίων τῶν ταγῶν τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι πολυτέλεια νά «διΰλίζουμε τόν κώνωπα καί νά καταπίνουμε τήν κάμηλον», ὅπως ἔκαμαν οἱ ἀνωτέρω, οἱ ὁποῖοι κοινωνοῦσαν μέ τόν Οἰκουμενισμόν.»

Καί γράφω τά εξής : Άν είναι πολυτέλεια η ενασχόληση μέ τό θέμα «θρησκεία ή όχι ο Χριστιανισμός ;», γιατί νά μήν είναι τό ίδιο «κοινωνία ή όχι μέ τόν Οικουμενισμό» ; Αμφότερα τά θέματα ερείδονται επιπέδου θεολογικού (θεωρητικού) μέ σαφώς αναμενόμενα καί προκύπτοντα πρακτικά αποτελέσματα. Δέν διϋλίζουν τόν κώνωπα καί καταπίνουν τήν κάμηλο, όσοι διαβλέπουν τήν σοβαρότητα τού εν λόγω ζητήματος. Διότι είναι άκρως θεολογικό - όχι φιλοσοφικό - μέ συνέπειες εμφανείς (ενίοτε ολέθριες) στόν πρακτικό βίο τού καθενός από εμάς. Τούτο δέ λέγω, καθώς ο άνθρωπος είναι διφυής : ψυχή καί σώμα. Καί η μέν ψυχή αφορά στό θεώρημα ( : στά θεωρητικά) τής ζωής, τό δέ σώμα στήν πράξη αυτής.

Ούτως, λοιπόν, έχει καί η αποσαφήνιση τού τί είναι ο Χριστιανισμός (σ. Σ. Χριστιανοσύνη) ; Είναι ή όχι Θρησκεία ; Τό πώς διαπραγματεύθηκαν άλλοι αυτό τό ζήτημα δέν τό κρίνω. Η απάντηση, κατ΄ εμέ, είναι συνεπής πρός αυτά που έγραψα : Θεωρητικά είναι Θρησκεία, πρακτικά είναι Εκκλησία, χωρίς αυτά νά διχάζονται, νά απομονώνονται, νά ξεχωρίζουν. Η πίστη είναι αυτό που τά συνδέει. Καί τελειώνοντας, συμπληρώνω πως καί οι δικές μου θεολογικές γνώσεις είναι φτωχές. Δέν κάνω Θεολογία. Καταθέτω καί εκθέτω απλά τήν γνώμη μου. Τίποτα άλλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια εκφράζουν τη γνώμη ή άποψη του συντάκτη τους