Σχέσις, Υπόστασις καί τρόπος Ύπαρξις τού Θεού, κατά τήν μεταπατερικήν θεολογία
Διαβάστε πρώτα αυτό : «Το κύριο επιχείρημα τών Ορθοδόξων θεολόγων, που αρνούνται κάθε σύνδεση του Μυστηρίου της Εκκλησίας με το Μυστήριο της Αγίας Τριάδος, είναι ότι τα ιδιώματα της Αγίας Τριάδος δεν επιτρέπεται να μεταφερθούν στην οικονομία, δηλαδή, στον κτιστό κόσμο και στην ιστορία. Πίσω από αυτή τη θέση βρίσκεται η αντίληψη ότι ο Θεός συνδέεται με τον κόσμο μόνο με τις ενέργειές Του και όχι με τον τρόπο της υπάρξεώς Του, δηλαδή, με τον τρόπο με τον οποίον σχετίζονται μεταξύ τους τα Τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Συνεπώς, κατ΄ αυτούς, είναι λάθος να λέμε ότι η Εκκλησία εικονίζει και αντανακλά στην ύπαρξή της και στη δομή της την Αγία Τριάδα.» (1)
Σχόλιο
1. Σχέσις
Μία η φύσις τής θεότητος καί κοινή. Τά φυσικά ιδιώματα ( : αγεννησία τού πατρός, γεννητόν τού υιού, εκπορευτόν τού αγίου πνεύματος) είναι γνωρίσματα κατά τό "υπάρχειν" τής φύσεως τής θεότητος, ήτοι δηλωτικά τής μιάς ουσίας, «ὅτι εἷς ἐστι Θεὸς, ἤγουν μία οὐσία, καὶ ὅτι ἐν τρισὶν ὑποστάσεσι γνωρίζεταί τε καὶ ἔστιν, Πατρί φημι καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι, καὶ ὅτι ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κατὰ πάντα ἕν εἰσι, πλὴν τῆς ἀγεννησίας καὶ τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐκπορεύσεως·» (2). Αυτή καθ΄εαυτήν η φύσις ή ουσία (ουσία υπερούσιος) τής μιάς θεότητος, παραμένει άρρητος καί ακατάληπτος. Η φύσις (ή υπερούσιος ουσία) γνωρίζεται μόνον κατά τό υπάρχειν. Ουδόλως κατά τό είναι καί μάλιστα, τό υπερούσιον είναι.
Η Νεορθόδοξη μεταπατερική θεολογία, θέλοντας νά διαφοροποιηθεί από τούς Δυτικούς διδασκάλους της (Παπικούς καί Προτεστάντες), μάς έφερε εδώ τήν "αναλογία τών όντων" (analogia entis) εισάγοντας τήν λέξη "σχέσις". Ποιός από εμάς τό κατάλαβε ; Όμως αναλογία άνευ σχέσεως δέν γίνεται. Έτσι, αποκτήσαμε τήν δική μας "σχέσι τών όντων", κατά τά πρότυπα τής analogia entis, γιά νά γράφει ο Μητροπολίτης Περγάμου Ι. Ζηζιούλας ότι «... η παρουσία του Θεού στη Δημιουργία δεν μπορεί να εκφραστεί με όρους analogia entis» (1), αντιφάσκοντας πρός εαυτόν καί πρός τόν άγιο Μάξιμο Ομολογητή, μέσω εικονισμών, τύπων καί συμβόλων. Βεβαίως, αυτονόητον τυγχάνει ότι ο εμπαθής άνθρωπος, γίνεται εικόνα, τύπος καί σύμβολο, τής ωδίνουσας καί στενάζουσας φύσεως : «22 οἴδαμεν γὰρ
ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν·» (Ρμ. η΄).
Θά ήθελα νά ερωτήσω τούς υπαρξιακούς θεολόγους (μεταπατέρες) αυτό τό «ἐν τρισὶν ὑποστάσεσι γνωρίζεταί τε καὶ ἔστιν» είναι τό ίδιο μέ τόν "τρόπο υπάρξεως" (sic) τής αγίας Τριάδος ; Η σχέσις μεταξύ τών τριών προσώπων αυτής, τήν οποία προβάλλουν καί προτείνουν, τί ρόλο παίζει (3) ; Θέλουν νά συνάψουμε σχέσι, νά γνωρισθούμε μέ τήν Αγία Τριάδα, μέσω αυτής τής σχέσις ; Αλλά αυτό έρχεται σέ αντίθεση μέ τό «γνόντες Θεόν», ότι «9 ... μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ» (Γλ. δ΄). Ο Θεός μάς γνωρίζει μέσω τής Εκκλησίας, όχι τής υπαρξιακής εκκλησιολογίας - κατά βάσιν Εικαστικής - καί όχι εμείς Αυτόν. Η μιά θεότης Λόγω γνωρίζεται πρωτίστως, καί δευτερευόντως εικαστικά διά τύπων, εικόνων, συμβόλων κλπ. Προϋπόθεσις, η κατόπιν πίστεως εις τόν ενανθρωπήσαντα Υιόν καί Λόγον : «1 Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος» καί όχι "εν αρχή ήν η εικών, τό σύμβολο ή ο τύπος".
2. ΄Υπαρξις και Υπόστασις
Καί δύο λόγια γιά τήν υπόστασι καί τήν ύπαρξι. Πίστις δέν σημαίνει σχέσις, δέν σημαίνει τρόπος ύπαρξις, δέν σημαίνει εικασία. Σημαίνει «1 ... ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Εβ. ια΄). Αδύνατον ο άνθρωπος νά γίνει σχέσις, καί μάλιστα τών ελπιζομένων υπόστασις, εφόσον υπαρξιακά δέν άρχεται καί δέν ίσταται υπό (ή παρά) τήν πίστιν : «Ἄρχειν ἐφεστὼς καί πίστει συνευδοκῶν». Μόνον η χάρις τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, καί η αγάπη τού Θεού καί Πατρός, καί η κοινωνία τού Αγίου Πνεύματος, καθιστά εφικτή τήν γνώσιν, καθώς «12 ... τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην» (1Κρ. ιγ΄).
Εκ Θεού η γνώσις, πρός τήν Αυτού επίγνωσιν, ουδόλως δέ η σχέσις. Καί τότε πότε ; θά πεί κάποιος. Η απάντησις, όταν θά πάψουμε νά βλέπουμε αινιγματικά εν εσόπτρω : «12 βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι' ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους» (έ.α.). Η σχέσις καταργεί αυτά, "άρτι γινώσκει καθόλου" ! Εικονισμοί, τύποι καί σύμβολα, είναι τά «ἐν ἐσόπτρω βλεπόμενα ἐν αἰνίγματι» άρρητα ρήματα «ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι.» (2Κρ. ιβ΄ 4). Παραπέμπουν μόνο στό «Ὅτι μὲν οὖν ἔστι Θεός, δῆλον. Τί δέ ἐστι κατ᾿ οὐσίαν καὶ φύσιν, ἀκατάληπτον τοῦτο παντελῶς καὶ ἄγνωστον.». (4)
(1) π. Ζηζιούλας,Ι. «Το Μυστήριο της Εκκλησίας και το Μυστήριο της Αγίας Τριάδος»
(2) ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2, Περὶ ῥητῶν καὶ ἀρρήτων καὶ γνωστῶν καὶ ἀγνώστων. Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
(3) Βλέπε ανωτέρω « ... με τον τρόπο της υπάρξεώς Του, δηλαδή, με τον τρόπο με τον οποίον σχετίζονται μεταξύ τους τα Τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.»
(4) ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 4. Περὶ τοῦ τί ἐστι Θεός; ὅτι ἀκατάληπτον.
3. Θεολογία τού "τρόπου υπάρξεως" (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως) .-
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 8. Περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος
( ... ) Λόγος μὲν οὖν καὶ ἀπαύγασμα λέγεται (σ.σ. ο Υιός) διὰ τὸ ἄνευ συνδυασμοῦ καὶ ἀπαθῶς καὶ ἀχρόνως καὶ ἀρρεύστως καὶ ἀχωρίστως γεγεννῆσθαι ἐκ τοῦ Πατρός, Υἱὸς δὲ καὶ χαρακτὴρ τῆς πατρικῆς ὑποστάσεως διὰ τὸ τέλειον καὶ ἐνυπόστατον καὶ κατὰ πάντα ὅμοιον τῷ Πατρὶ εἶναι πλὴν τῆς ἀγεννησίας, μονογενὴς δέ, ὅτι μόνος ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς μόνως ἐγεννήθη. Οὐδὲ γὰρ ὁμοιοῦται ἑτέρα γέννησις τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ γεννήσει, οὐδὲ γάρ ἐστιν ἄλλος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Εἰ γὰρ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται, ἀλλ᾿ οὐ γεννητῶς ἀλλ᾿ ἐκπορευτῶς. Ἄλλος τρόπος ὑπάρξεως οὗτος ἄληπτός τε καὶ ἄγνωστος, ὥσπερ καὶ ἡ τοῦ Υἱοῦ γέννησις. Διὸ καὶ πάντα, ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, αὐτοῦ εἰσι πλὴν τῆς ἀγεννησίας, ἥτις οὐ σημαίνει οὐσίας διαφορὰν οὐδὲ ἀξίωμα, ἀλλὰ τρόπον ὑπάρξεως· ὥσπερ καὶ ὁ Ἀδὰμ ἀγέννητος ὤν – πλάσμα γάρ ἐστι Θεοῦ – καὶ ὁ Σὴθ γεννητός – υἱὸς γάρ ἐστιν τοῦ Ἀδάμ – καὶ ἡ Εὔα ἐκ τῆς τοῦ Ἀδὰμ πλευρᾶς ἐκπορευθεῖσα – οὐ γὰρ ἐγεννήθη αὕτη – οὐ φύσει διαφέρουσιν ἀλλήλων – ἄνθρωποι γάρ εἰσιν –, ἀλλὰ τῷ τῆς ὑπάρξεως τρόπῳ.
Χρὴ γὰρ εἰδέναι, ὅτι τὸ ἀγένητον διὰ τοῦ ἑνὸς Νῦ γραφόμενον τὸ ἄκτιστον, ἤτοι τὸ μὴ γενόμενον σημαίνει· τὸ δὲ ἀγέννητον διὰ τῶν δύο Νῦ γραφόμενον δηλοῖ τὸ μὴ γεννηθέν. Κατὰ μὲν οὖν τὸ πρῶτον σημαινόμενον διαφέρει οὐσία οὐσίας· ἄλλη γὰρ οὐσία ἡ ἄκτιστος, ἤτοι ἀγένητος διὰ τοῦ ἑνὸς Νῦ, καὶ ἄλλη ἡ γενητὴ, ἤτοι κτιστή. Κατὰ δὲ τὸ δεύτερον σημαινόμενον οὐ διαφέρει οὐσία οὐσίας· παντὸς γὰρ εἴδους ζῴων ἡ πρώτη ὑπόστασις ἀγέννητός ἐστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἀγένητος· ἐκτίσθησαν μὲν γὰρ ὑπὸ τοῦ δημιουργοῦ τῷ Λόγῳ αὐτοῦ παραχθέντα εἰς γένεσιν, οὐ μὴν ἐγεννήθησαν μὴ προϋπάρχοντος ἑτέρου ὁμοειδοῦς, ἐξ οὗ γεννηθῶσι.
Κατὰ μὲν οὖν τὸ πρῶτον σημαινόμενον κοινωνοῦσιν αἱ τρεῖς τῆς ἁγίας θεότητος ὑπέρθεοι ὑποστάσεις· ὁμοούσιοι γὰρ καὶ ἄκτιστοι ὑπάρχουσι. Κατὰ δὲ τὸ δεύτερον σημαινόμενον οὐδαμῶς· μόνος γὰρ ὁ Πατὴρ ἀγέννητος· οὐ γὰρ ἐξ ἑτέρας ἐστὶν αὐτῷ ὑποστάσεως τὸ εἶναι. Καὶ μόνος ὁ Υἱὸς γεννητός· ἐκ τῆς τοῦ Πατρὸς γὰρ οὐσίας ἀνάρχως καὶ ἀχρόνως γεγέννηται. Καὶ μόνον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐκπορευτὸν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, οὐ γεννώμενον ἀλλ᾿ ἐκπορευόμενον. Οὕτω μὲν τῆς θείας διδασκούσης Γραφῆς, τοῦ δὲ τρόπου τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐκπορεύσεως ἀκαταλήπτου ὑπάρχοντος. Καὶ τοῦτο δὲ ἰστέον, ὡς οὐκ ἐξ ἡμῶν μετηνέχθη ἐπὶ τὴν μακαρίαν θεότητα τὸ τῆς πατρότητος καὶ υἱότητος καὶ ἐκπορεύσεως ὄνομα· τοὐναντίον δὲ ἐκεῖθεν ἡμῖν μεταδέδοται, ὥς φησιν ὁ θεῖος ἀπόστολος· «Διὰ τοῦτο κάμπτω τὰ γόνατά μου πρὸς τὸν Πατέρα, ἐξ οὗ πᾶσα πατριὰ ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς». (ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως) .-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου